ολιγότητα

ολιγότητα
η (Α ὀλιγότης, -ητος) [ολίγος]
1. μικρή ποσότητα, το ολιγάριθμο
2. σπανιότητα, έλλειψη («μή τι παρακινῆ αὐτοῡ τῶν ἐκεῑ διὰ πλῆθος οὐσίας ἢ δι ὀλιγότητα», Πλάτ.)
αρχ.
1. (για χρόνο) βραχύτητα
2. (για φωνή) αδυναμία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀλιγότητα — ὀλιγότης fewness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …   Dictionary of Greek

  • ολιγομετρία — ὀλιγομετρία, ἡ (Α) 1. το ολιγάριθμο, η ολιγότητα 2. (στην προσωδία) μικρός αριθμός μετρικών ποδών («κακίαν ἔπους εἶναι, καθὰ καὶ τὴν ὀλιγομετρίαν, ἣ θεωρεῑται ἐν στίχῳ ἐξ ὀλίγων μερών λόγου συγκειμένῳ», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”