- ολιγότητα
- η (Α ὀλιγότης, -ητος) [ολίγος]1. μικρή ποσότητα, το ολιγάριθμο2. σπανιότητα, έλλειψη («μή τι παρακινῆ αὐτοῡ τῶν ἐκεῑ διὰ πλῆθος οὐσίας ἢ δι ὀλιγότητα», Πλάτ.)αρχ.1. (για χρόνο) βραχύτητα2. (για φωνή) αδυναμία.
Dictionary of Greek. 2013.